παραπατᾷ

παραπατᾷ
παραπατάω
deceive
pres subj mp 2nd sg
παραπατάω
deceive
pres ind mp 2nd sg (epic)
παραπατάω
deceive
pres subj act 3rd sg
παραπατάω
deceive
pres ind act 3rd sg (epic)
παραπατάω
deceive
pres subj mp 2nd sg
παραπατάω
deceive
pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)
παραπατάω
deceive
pres subj act 3rd sg
παραπατάω
deceive
pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεθυπλανής — μεθυπλανής, ές (Α) αυτός που παραπατά από το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής, οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλής — μεθυσφαλής, ές (ΑM) 1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι 2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι σφαλής, δομο σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • τρικλός — και τρεκλός, ο, Ν αυτός που κλονίζεται κατά το βάδισμα, αυτός που παραπατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. τρικλίζω / τρεκλίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”